Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1845-1898)
Ο παππούς του, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1845-1898), επ’ αδελφή γαμπρός του Ελευθερίου Βενιζέλου, υπήρξε ιδρυτής του “Κόμματος των Ξυπολύτων”. Είχε ηγετικό ρόλο στους πολιτικούς και ένοπλους αγώνες της Κρήτης.
Ο παππούς του, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1845-1898), επ’ αδελφή γαμπρός του Ελευθερίου Βενιζέλου, υπήρξε ιδρυτής του “Κόμματος των Ξυπολύτων”. Είχε ηγετικό ρόλο στους πολιτικούς και ένοπλους αγώνες της Κρήτης.
Ο παππούς του, Χαράλαμπος Πλουμιδάκης (1866-1943), υπήρξε ο πρώτος χριστιανός δήμαρχος Χανίων, εξελέγη βουλευτής στην Κρητική Βουλή το 1891 και χρημάτισε υπουργός Εσωτερικών της Κρητικής Πολιτείας.
Ο πατέρας του, Κυριάκος Μητσοτάκης (1883-1944), διετέλεσε γενικός γραμματέας της συνελεύσεως του Κινήματος του Θερίσσου και βουλευτής Χανίων. Στους Βαλκανικούς πολέμους ηγήθηκε σώματος Κρητών εθελοντών, πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Σιάτιστας.
Ο αδελφός του πατέρα του, Αριστομένης Μητσοτάκης (1884-1941), βουλευτής Χανίων, διετέλεσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Παπαναστασίου και αντιπρόεδρος της Βουλής το 1924. Ηγήθηκε του αντιδικτατορικού κινήματος εναντίον του Ι. Μεταξά, το 1938.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1918 στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων. Είναι δεύτερο τέκνο του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη, οικογένειες με μακρά πολιτική παράδοση.
Η οικογένεια Κυριάκου Μητσοτάκη φιλοξενεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο σπίτι της, στη “Γαλαρία” της Χαλέπας.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σπούδασε Νομικά και Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε με άριστα λίγο πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην σχολή εφέδρων αξιωματικών στη Σύρο. Τοποθετήθηκε στη Μακεδονία, στο μετέπειτα γερμανικό μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέβηκε στην Αθήνα και από εκεί μετέβη στην Κρήτη το 1942, όπου έλαβε μέρος στην αντίσταση κατά των Ναζί.
Συνεργάστηκε στενά με τις συμμαχικές ομάδες (κυρίως βρετανικές), οι οποίες δρούσαν στο νησί κατά των Γερμανών. Για τη δράση του αυτή, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο δύο φορές από τους Γερμανούς.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέλαβε πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της συνεννόησης των αντιστασιακών οργανώσεων, της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), για την αποφυγή του εμφυλίου πολέμου στην Κρήτη.
Μετά τη διακοπή της κυκλοφορίας της τοπικής εφημερίδα Κήρυξ κατά τη περίοδο της γερμανικής κατοχής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προχώρησε στην επανέκδοσή της. Η εφημερίδα πρωτοεκδόθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1901.
Σε ηλικία 28 ετών εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 με το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων υπό την αρχηγία του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Εκλέγεται ανελλιπώς βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων ή τα κόμματα του Κέντρου, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητική ευθύνη ως υφυπουργός Οικονομικών από το Φεβρουάριο του 1951 μέχρι το Νοέμβριο του 1951, σε ηλικία 32 ετών. Την ίδια περίοδο, για σύντομο διάστημα, ανέλαβε ταυτόχρονα τα Υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων.
Παντρεύτηκε τη Μαρίκα Γιαννούκου, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: την Ντόρα, την Αλεξάνδρα, την Κατερίνα και τον Κυριάκο.
Έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία του Κόμματος Φιλελευθέρων και ψηφίστηκε από το 1/3 των βουλευτών του κόμματος.
Το 1960, πρωταγωνίστησε στην Ομάδα των Δέκα (Κ. Μητσοτάκης, Γ, Μαύρος, Γ. Νόβας, Στ. Αλλαμανής, Ι. Τούμπας, Φ. Ζαΐμης, Π. Παπαληγούρας, Ι. Ζίγδης, Γ. Μπακατσέλος και Γ. Ράλλης).
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη δημιουργία της Ενώσεως Κέντρου στις 19/9/1961, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου. Πρωταγωνίστησε στον «Ανένδοτο Αγώνα» της Ενώσεως Κέντρου.
Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις της Ενώσεως Κέντρου από το 1963 ως το 1965.
Στην πολιτική κρίση του Ιουλίου του 1965, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποτρέψει την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία. Τάχθηκε με τα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου, που διαφώνησαν με την πολιτική ρήξης με τον βασιλιά. Συμμετείχε ως υπουργός Συντονισμού στην στη κυβέρνηση Στεφάνου Στεφανοπούλου, που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο του 1965.
Ως υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου σημείωσε σημαντική επιτυχία στον οικονομικό τομέα: νομισματικά μέτρα για την εισροή μεγάλων ποσοτήτων χρυσών λιρών στην Τράπεζα της Ελλάδος, αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και εμπέδωση της νομισματικής σταθερότητας.
Το βράδυ του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967, συνελήφθη και μετεφέρθηκε με άλλους πολιτικούς ηγέτες στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί. Από εκεί, οδηγήθηκε στο Πικέρμι και, στη συνέχεια, ετέθηκε για έξι μήνες σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Πρότεινε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με δήλωσή του για το “δημοψήφισμα” της χούντας, το 1968. Για τη δήλωση αυτή καταδιώχθηκε από τη χούντα και αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό. Από το Παρίσι ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση.
Με την άρση του Στρατιωτικού Νόμου, τον Οκτώβριο του 1973, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου φυλακίστηκε ξανά, από το καθεστώς Ιωαννίδη στις φυλακές Χανίων, τον Ιούλιο του 1974. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον βρήκε στη φυλακή.
Στις εθνικές εκλογές του 1974, έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής στον νομό Χανίων και, παρά τον μεγάλο αριθμό ψήφων που έλαβε, δεν εξελέγη λόγω του εκλογικού συστήματος.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1977, ίδρυσε το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων με το οποίο συμμετείχε στις πρόωρες εκλογές του Νοεμβρίου του 1977. Το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων εξέλεξε δύο βουλευτές: τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Παύλο Βαρδινογιάννη.
Τον Μάιο του 1978, προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία και ανέλαβε το Υπουργείο Συντονισμού στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή στην κρίσιμη τριετία πριν από την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Στην κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, που σχηματίστηκε τον Μάιο του 1980, ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών. Ως υπουργός Εξωτερικών αναθέρμανε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δημιούργησε σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασίας με τις χώρες της Βαλκανικής και ανέπτυξε τις σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο. Παράλληλα, διαπραγματεύτηκε την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Από τον Οκτώβριο του 1981 μέχρι τον Αύγουστο του 1984 διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας.
Στις 1 Σεπτεμβρίου 1984, εξελέγη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας πρόεδρος του κόμματος με μεγάλη πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έλαβε 70 ψήφους υπέρ, έναντι 41 ψήφων που έλαβε ο έτερος διεκδικητής της ηγεσίας, Κωστής Στεφανόπουλος.
Προχώρησε την οργανωτική ανασυγκρότηση του κόμματος και στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογικής πλατφόρμας με έμφαση στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Στις εθνικές εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 η Νέα Δημοκρατία απέσπασε ποσοστό 40,84% έναντι 45,85% του ΠΑ.ΣΟ.Κ αυξάνοντας τα ποσοστά της από τις εκλογές του 1981 κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες.
Στις 19 Μαΐου 1986, το Βρετανικό Κοινοβούλιο στον εορτασμό των 45 χρόνων από τη Μάχη της Κρήτης τίμησε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την αντιστασιακή του δράση στην Κατοχή.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» ο γαμπρός και στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Παύλος Μπακογιάννης, ο οποίος, είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία αύξησε το ποσοστό της σε 46,2%, χωρίς να πετύχει και πάλι αυτοδύναμη πλειοψηφία, σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των τριών κομμάτων (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου), υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα.
Στις 2 Ιουλίου 1989, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Τζαννή Τζαννετάκη. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της χώρας συμμετείχαν ως υπουργοί στελέχη από τον χώρο της Αριστεράς.
Διαπραγματεύτηκε με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Οι διαπραγματεύσεις είχαν θετική έκβαση και στις 25 Ιουνίου 1989 επήλθε συμφωνία, η οποία έθεσε τέρμα στο πολιτικό αδιέξοδο και την ακυβερνησία της χώρας.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1989, η Νέα Δημοκρατία εξελέγη πρώτο κόμμα με ποσοστό 44,2%, χωρίς όμως να κερδίσει την αυτοδυναμία, λόγω του εκλογικού νόμου που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ τις παραμονές των εκλογών.
Μετά από τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, στις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, η Νέα Δημοκρατία με ποσοστό 46,88% σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός την 11η Απριλίου του 1990.
Στις 24 Απριλίου 1990, κατά την έναρξη των εργασιών της Α΄ Τακτικής Συνόδου της Ζ΄ Περιόδου της Βουλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του.
Κατά την τριετία 1990-1993 της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά την οριακή της πλειοψηφία, επετεύχθησαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, που συνέβαλαν καθοριστικά στην εξυγίανση και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση ανετράπη, τον Σεπτέμβριο του 1993. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατήγγειλε ότι “διαπλεκόμενα συμφέροντα” ανέτρεψαν την κυβέρνησή του, πριν την ολοκλήρωση της θητείας της.
Προκηρύχθηκαν εθνικές εκλογές στις 10 Οκτωβρίου 1993. Μετά την εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτήθηκε από την αρχηγία, ανοίγοντας τον δρόμο για τη διαδοχή του στην ηγεσία του κόμματος.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ, νέος αρχηγός του κόμματος, ζήτησε από το εκλεκτορικό σώμα την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως επίτιμου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
Από το 1994 έως το 2004, ανέπτυξε έντονη κοινοβουλευτική δραστηριότητα στηρίζοντας μεταρρυθμιστικές πολιτικές για το μέλλον της χώρας και ασκώντας κριτική στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
Στις 4 Ιουνίου 1997 τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο ειρήνης και φιλίας Abdi Ipekci για τη συμβολή του στην ελληνοτουρκική φιλία.
Σύσταση του ιδρύματος “Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης”, το οποίο διαφυλάσσει το πολιτικό και προσωπικό αρχείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο Δήμος Χανίων τίμησε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη με το χρυσό μετάλλιο της πόλης.
Στις 23 Ιανουαρίου 2004, κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετείχε στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Έθεσε τέρμα στον κοινοβουλευτικό του βίο, ύστερα από 60 χρόνια παρουσίας στη Βουλή. Συνέχισε, ωστόσο, να παρακολουθεί τις εγχώριες και διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και να διατυπώνει τις απόψεις του.
Στις 31 Οκτωβρίου 2005, ιδρύθηκε η έδρα ελληνικών σπουδών «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης» στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Stanford των Η.Π.Α με πρωτοβουλία της οικογένειας ομογενών Τσακοπούλου – Κουναλάκη.
Παρουσίαση του βιβλίου “Μπροστά από την εποχή της: Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, 1990-1993” με το οποίο κατατίθεται ο απολογισμός της πρωθυπουργίας του.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε στις 29 Μαΐου 2017. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, όπου η σορός του είχε τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Η κηδεία του έγινε στα Χανιά, στο νεκροταφείο του Αργουλιδέ.